ασύναχτος, -η

ασύναχτος, -η
-ο αυτός που δε συνάχτηκε, δε μαζεύτηκε: Πολλούς καρπούς τούς είχαν ακόμη ασύναχτους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασύναχτος — η, ο ασύνακτος* …   Dictionary of Greek

  • ασυμμάζευτος — και μάζωχτος και μαζωτος, η, ο 1. αμάζευτος, ασύναχτος 2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος 3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος …   Dictionary of Greek

  • ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”